-
1 ἐρητύω
ἐρητύω, [dialect] Dor. [full] ἐρᾱτύω, [tense] impf. ἐρήτυον (without augm.) Il.18.503, [dialect] Ion.A- ύεσκον A.R.1.1301
, Q.S.11.341 : [tense] fut.- ύσω A.R.1.296
, ([etym.] κατ-) S.Ph. 1416(anap.): [tense] aor. 1 opt.ἐρητύσειε Il.1.192
, imper. , Iterat.ἐρητύσασκε Il.2.189
, 11.567, Theoc.25.75:—[voice] Pass. (v. infr.). [[pron. full] ῠ before a vowel, unless it be a long syll., asἐρητῡοντο μένοντες Il.8.345
(exc. ἐρατύει [pron. full] [ῠ] S.OC 164 (lyr.)); long before ς, and in [ per.] 3pl. [tense] aor. 1 [voice] Pass. ἐρήτῡθεν.]:—[dialect] Ep.Verb (used twice in Trag.), restrain, check,κήρυκες δ' ἄρα λαὸν ἐρήτυον Il.18.503
;ἐρητύσασκε φάλαγγας 11.567
; , cf. Od.9.493 ;ἐρητύσειέ τε θυμόν Il.1.192
; πολλὰ κέλευθος ἐρατύει a long road parts us, S.OCl.c. ( ἐρατύοι Musgr.):—[voice] Med.,ἐρητύοντό τε λαόν Il.15.723
: —[voice] Pass., ;ἐρητύετ' ἐν φρεσὶ θυμός 9.462
; ἐρήτυθεν ([ per.] 3pl.)δὲ καθ' ἕδρας 2.99
, 211.2 later c. gen., to keep away from,τέκνα δεινῆς ἁμίλλης E.Ph. 1260
;[κύνας] ὑλαγμοῦ Theoc.25.75
;τινὰ κακότητος A.R.1.296
:—[voice] Pass., c. inf.,ναυτιλίης..ἐρητύοντο μέλεσθαι Id.2.835
.3 c. inf., prevent,ἐ. τινὰ μίμνειν Nonn.D.14.63
. -
2 καταλαμβάνω
A (in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), [dialect] Ion.- λάμψομαι Hdt.6.39
, [dialect] Aeol. - λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): [tense] pf. , etc. ( (Carpathos, iv B. C.)),- λελάβηκα Pherecyd.Syr.
ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—[voice] Pass., [dialect] Ion. [tense] aor.- ελάμφθην Id.5.21
; (Zelea, iv B. C.): [tense] pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc.,τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433
, cf. Ar.Lys. 624, etc.;κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126
, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys. 263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33;κ. ἕδρας Ar.Ec.21
, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy. 1829 (vi A. D.), etc.:—[voice] Med., seize for oneself,τὰ πρήγματα Hdt.6.39
; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb.,κ. λόφον 1.19.5
, al.:—[voice] Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.2 of death, fatigue, disaster, etc.,τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε.. θάνατος Il.5.82
;Ἄργον.. κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν.. θανάτοιο Od.17.326
: c. dupl. acc., ;Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28
; befall, overtake,συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp. 1161
: freq.in Hdt., ; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; : folld. by inf.,νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149
, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20;κίνδυνος κ. τινά D.18.99
; rarely of good fortune,τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139
.3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax. 370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ ὄψεως] Pl.Phdr. 250d;ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι.. D.H.5.46
, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in [voice] Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288;ὅτι.. Act.Ap.4.13
;τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18
:— [voice] Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.II catch, overtake, come up with,τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63
, cf. 2.30, etc.:—[voice] Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.2 find on arrival, c. part.,τινὰ ζῶντα Hdt.3.10
;τὰ πλεῖστα.. προειργασμένα Th.8.65
;πάντα ἔξω Id.2.18
;ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp. 174d
;τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85
;τινὰ ἔνδον Pl.Prt. 311a
;τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8
;τι ὑπάρχον Arist.Top. 131a29
; detect,ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap. 22b
:—[voice] Pass., , cf. Ev.Jo.8.3, etc.;κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164
; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to..,καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152
, cf. 3.118;καταλελάβηκέ με.. τοῦτο.. ἐκφῆναι Id.3.65
, cf. 4.105, 6.38.IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49;ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54
, cf. 18;εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31
; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86;Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9
.V hold down, cover,τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht. 165b
;τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26
; fasten down,κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c
, cf. Gal.13.358 (so in [voice] Med., D.S.3.37):—[voice] Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr. 870b11;τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig. 455b7
.2 keep under, repress, check,κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46
; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87;ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36
; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf.,κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162
; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked.., Id.5.21.b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.3 bind,κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106
;ὅρκοις Th.4.86
, etc.:—[voice] Pass.,εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41
([place name] Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol. 1324b22; ; [ τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—[voice] Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9;ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9
, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); (Teos, ii B. C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταλαμβάνω
См. также в других словарях:
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι … Dictionary of Greek